αξεσκόνιστος

αξεσκόνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν τον έχουν ξεσκονίσει, η καθαρίσει από τη σκόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασκούπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκουπιστεί με τη σκούπα, ο ασάρωτος 2. εκείνος που δεν έχει καθαριστεί από τη σκόνη, ο αξεσκόνιστος («καρέκλα ασκούπιστη») 3. όποιος δεν έχει σκουπιστεί με πετσέτα («ασκούπιστα χέρια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”